Το μαιευτικό υπερηχογράφημα αποτελεί μια από τις βασικότερες και σημαντικότερες εξετάσεις του προγεννητικού ελέγχου, η οποία πραγματοποιείται περιοδικά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Είναι ένα εργαλείο που προσφέρει ορατότητα στο εσωτερικό του σώματος με μη επεμβατικό τρόπο, χάρη στη χρήση ηχητικών κυμάτων υψηλής συχνότητας που περνούν μέσα από τους ιστούς.
Το μαιευτικό υπερηχογράφημα είναι μια απόλυτα ασφαλής εξέταση, η οποία χρησιμοποιείται στη μαιευτική για πάνω από τριάντα χρόνια, χωρίς να έχουν καταγραφεί άμεσες ή μακροπρόθεσμες επιβλαβείς επιδράσεις στη μητέρα ή το έμβρυο.
Κατά την εγκυμοσύνη, το μαιευτικό υπερηχογράφημα πραγματοποιείται για προληπτικούς και διαγνωστικούς σκοπούς όπως:
Για την πραγματοποίηση του μαιευτικού υπερηχογραφήματος, ο ιατρός τοποθετεί ένα τζελ με βάση το νερό στην κοιλιακή χώρα, ώστε να την ακουμπήσει με τον ειδικό υπερηχογράφο και να πραγματοποιήσει την εξέταση. Η διαδικασία του μαιευτικού υπερηχογραφήματος διαρκεί συνήθως 20-30 λεπτά.
Κατά τη διάρκεια μιας φυσιολογικής εγκυμοσύνης, ο Δρ. Στυλιανός Κογεώργος συνιστά τουλάχιστον πέντε μαιευτικά υπερηχογραφήματα:
Πραγματοποιείται στις 6-10 εβδομάδες κύησης, με στόχο την επιβεβαίωση της εγκυμοσύνης, της ύπαρξης του εμβρύου εντός της μήτρας και της φυσιολογικής εξέλιξής της. Μέσω του υπερηχογραφήματος βιωσιμότητας προσδιορίζεται ο αριθμός των εμβρύων, η ηλικία κύησης και η παρουσία του καρδιακού παλμού.
Πραγματοποιείται στις 11-13 εβδομάδες κύησης, με στόχο τον καθορισμό της ακριβούς ηλικίας της κύησης και του ελέγχου για τυχόν μείζονες δομικές ανωμαλίες. Μέσω της αυχενικής διαφάνειας μετράται το υγρό στον αυχένα του εμβρύου πίσω από το δέρμα του, ελέγχεται το ρινικό οστό και η ροή του αίματος στην καρδιά του εμβρύου και στο φλεβώδη πόρο του ήπατος. Λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία της μητέρας, τη μέτρηση δύο ορμονών στο αίμα της μητέρας (PAPP-A, βhCG) και όλους τους ανωτέρω υπερηχογραφικούς δείκτες, προσδιορίζουμε με ακρίβεια τον κίνδυνο για το σύνδρομο Down και για άλλες χρωμοσωμικές ανωμαλίες.
Πραγματοποιείται στις 20-24 εβδομάδες κύησης, με στόχο τον πλήρη έλεγχο της ανατομίας του εμβρύου και των οργάνων του. Μέσω του υπερηχογραφήματος Β’ επιπέδου εκτιμάται η ποσότητα του αμνιακού υγρού, η θέση του πλακούντα, το μήκος του τραχήλου και, αποκαλύπτεται στη μέλλουσα μητέρα ή τους μέλλοντες γονείς, αν το επιθυμούν, το φύλο του παιδιού.
Πραγματοποιείται στις 30-32 εβδομάδες κύησης, με στόχο τον έλεγχο της σωστής ανάπτυξη του εμβρύου, τη θέση και τη σύσταση του πλακούντα, την ποσότητα του αμνιακού υγρού και τη ροή του αίματος (Doppler) προς τον πλακούντα και το έμβρυο.
Πραγματοποιείται, τα τελευταία χρόνια, μετά τις 36 εβδομάδες κύησης, με στόχο την αξιολόγησης της καλής κατάστασης του εμβρύου. Αποτελεί μία συνδυαστική μη επεμβατική εξέταση η οποία συνδυάζει το υπερηχογράφημα ανάπτυξης Doppler με το καρδιοτοκογράφημα ηρεμίας (N.S.T ή Non Stress Test).
Εάν η εγκυμοσύνη έχει οριστεί ως κύηση υψηλού κινδύνου, είναι πολύ πιθανό ο απαραίτητος αριθμός των μαιευτικών υπερηχογραφημάτων να αυξηθεί ή να πραγματοποιούνται περιοδικά επαναληπτικά υπερηχογραφήματα.
Ο Δρ. Στυλιανός Κογεώργος υπογραμμίζει τη σημασία του μαιευτικού υπερηχογραφήματος ως μέσο πρόληψης και αντιμετώπισης προβλημάτων κατά την εγκυμοσύνη. Στο ιατρείο του Δρ. Στυλιανού Κογεώργου το μαιευτικό υπερηχογράφημα διεξάγεται με εξειδικευμένα μηχανήματα τελευταίας τεχνολογίας με την απαιτούμενη προσοχή και διακριτικότητα, ώστε η εξέταση να είναι μια ευχάριστη εμπειρία για την κάθε γυναίκα ξεχωριστά.