Η λαπαροσκόπηση είναι μια χειρουργική τεχνική της Ελάχιστα Επεμβατικής Χειρουργικής (Minimally Invasive Surgery), η οποία επιτρέπει στον ιατρό να έχει πρόσβαση στα εσωτερικά όργανα, χωρίς να κάνει μεγάλες τομές. Διεξάγεται με τη χρήση μηχανημάτων υψηλής τεχνολογίας και χρησιμοποιείται ευρέως στη σύγχρονη γυναικολογία για τη διάγνωση και χειρουργική αντιμετώπιση ενός πλήθους παθήσεων όπως κύστη ή όγκος ωοθηκών, ινομυώματα, ενδομητρίωση, λεμφαδενικός καθαρισμός, πυελικές συμφύσεις, κ.ά.
Η λαπαροσκόπηση πραγματοποιείται με μια μικρή τομή κοντά στον ομφαλό, μέσω της οποίας ο ιατρός εισάγει το λαπαροσκόπιο, το οποίο αναμεταδίδει την εικόνα σε μια ή περισσότερες οθόνες υψηλής ευκρίνειας, προσφέροντας στον ιατρό μια καθαρή εικόνα της περιοχής. Στη συνέχεια, ο ιατρός εκτελεί δύο ή τρεις μικρές τομές στην κοιλιά, διαμέσου των οποίων διέρχονται τα χειρουργικά εργαλεία, με τα οποία εκτελείται η επέμβαση.
Η ενδομητρίωση είναι μια χρόνια νόσος, η οποία προσβάλλει γυναίκες όλων των ηλικιών. Οι γυναίκες που πάσχουν από ενδομητρίωση, ζουν καθημερινά με πόνο, γεγονός που δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην καθημερινότητα τους, επηρεάζοντας όλους τους τομείς της ζωής τους. Αποτελεί μια από τις πλέον υποδιαγνωσμένες νόσους, καθώς η πλειονότητα των γυναικών δεν αναζητά ποτέ ιατρική βοήθεια ή βιώνει παραγνώριση ή υποβάθμιση των συμπτωμάτων τους με αποτέλεσμα λανθασμένες διαγνώσεις ή αναποτελεσματικές θεραπείες.
Αντίθετα, σε προχωρημένου σταδίου καταστάσεις είναι αναγκαίο να προβούμε σε πιο ριζικές επεμβάσεις, αφαιρώντας όλη την παθολογία και αποκαθιστώντας την ανατομία και τη λειτουργία των πυελικών οργάνων.
Η λαπαροσκόπηση χρησιμοποιείται ευρέως για τη διερεύνηση γυναικολογικών συμπτωμάτων, όπως ο πυελικός πόνος που είναι συχνός σε παθήσεις όπως η ενδομητρίωση. Παρόλο που η διερεύνηση του χρόνιου πυελικού πόνου (πόνου στο κατώτερο μέρος της κοιλιάς ή της λεκάνης που διαρκεί πάνω από 6 μήνες) χρησιμοποιώντας άλλες μεθόδους όπως απλή γυναικολογική εξέταση, ορθοπεδική εξέταση, νευρολογική εκτίμηση και ψυχολογική υποστήριξη, μπορεί να βοηθήσει, πολλές φορές αδυνατεί να διαγνώσει τα αίτια πόνου. Γι’ αυτό και σε αυτές τις περιπτώσεις, η διαγνωστική λαπαροσκόπηση είναι η μόνη μέθοδος που μπορεί να διαγνώσει ή να επιβεβαιώσει την εκτίμηση του ιατρού κατά την κλινική εξέταση για την ύπαρξη σοβαρών γυναικολογικών παθήσεων, όπως η ενδομητρίωση.
Μέσω της λαπαροσκόπησης, ο ιατρός θα μπορέσει να αξιολογήσει αποτελεσματικότερα την έκταση και τα χαρακτηριστικά της ενδομητρίωσης, με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να ορίσει ένα αποτελεσματικό και εξατομικευμένο θεραπευτικό πλάνο.
Η ενδομητρίωση αποτελεί μια περίπλοκη γυναικολογική πάθηση, η οποία απαιτεί μια ιδιαίτερη εξειδίκευση και εμπειρία εκ μέρους του ιατρού, ώστε να διαγνώσει σωστά και να πραγματοποιήσει την κατάλληλη χειρουργική επέμβαση.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της ενδομητρίωσης μέσω λαπαροσκόπησης πραγματοποιείται σε συνάφεια με τα κλινικά ευρήματα ως προς την έκταση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, την ένταση των συμπτωμάτων και τη γενική εικόνα της υγείας της ασθενούς όπως το ατομικό ιατρικό ιστορικό, όπως προηγούμενες αποτυχημένες επεμβάσεις ενδομητρίωσης, την πιθανότητα εγκυμοσύνης, την ύπαρξη εμμηνόπαυσης, κ.ά.
Το χειρουργείο της λαπαροσκόπησης προσαρμόζεται ανάλογα με το στάδιο της ενδομητρίωσης. Για παράδειγμα, εάν πρόκειται για επιφανειακή ενδομητρίωση αρχικού σταδίου αρκεί ο ηλεκτροκαυτηριασμός όλων των εστιών, ενώ αντίθετα, σε ενδομητρίωση προχωρημένου σταδίου, πραγματοποιείται λαπαροσκόπηση μεγαλύτερης επεμβατικότητας, αφαιρώντας όλο τον παθολογικό ιστό, αποκαθιστώντας αποτελεσματικά τη λειτουργία των πυελικών οργάνων και εξαλείφοντας πλήρως τον πόνο.
Ο Δρ. Στυλιανός Κογεώργος υπογραμμίζει ότι η διενέργεια της λαπαροσκόπησης για την ενδομητρίωση από έναν έμπειρο και εξειδικευμένο ιατρό με σύγχρονη ασθενοκεντρική θεραπευτική προσέγγιση, μπορεί εύκολα να υπερβεί τις δυσκολίες της διάγνωσης, μειώνοντας την ταλαιπωρία των ασθενών, αποκαθιστώντας την εμπιστοσύνη τους στην ιατρική διαδικασία και συμβάλλοντας στην άνοδο της ψυχολογίας τους. Ταυτόχρονα, επιτυγχάνει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα όσον αφορά την ποιότητα ζωής της ασθενούς και τη γονιμότητα, ενώ μπορεί να μειώσει σημαντικά το χρόνο θεραπείας και ανάρρωσης της ασθενούς.