Μερικές φορές η επίτευξη μιας εγκυμοσύνης μπορεί να είναι πιο δύσκολη από την αναμενόμενη. Όταν όμως ο χρόνος περνά και οι αποτυχίες αυξάνονται, είναι σκόπιμο το ζευγάρι να υποβάλλεται σε συγκεκριμένες εξετάσεις, ώστε να διαγνωσθούν τα πιθανά αίτια που εμποδίζουν την κύηση, είτε πρόκειται για υπογονιμότητα είτε για στειρότητα.
Οι όροι στειρότητα και υπογονιμότητα χρησιμοποιούνται συχνά ως συνώνυμα, αλλά στην πραγματικότητα έχουν πολύ διαφορετική σημασία.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO) ορίζει ως στειρότητα ζεύγους, όταν ο ένας ή και οι δύο σύντροφοι πάσχουν από μια μόνιμη φυσική κατάσταση που δεν καθιστά δυνατή τη σύλληψη. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση της αζωοσπερμίας, της πρώιμης εμμηνόπαυσης ή της συγγενούς απουσίας μήτρας.
Από την άλλη πλευρά, μιλάμε για υπογονιμότητα, όταν, λόγω αιτιών που αφορούν τον άνδρα ή τη γυναίκα ή ακόμα και τους δύο, δεν μπορεί να επιτευχθεί εγκυμοσύνη μετά από ένα έτος σταθερής και απροστάτευτης συνουσίας.
Ο όρος υπογονιμότητα, επομένως, σε αντίθεση με τη στειρότητα, δεν αναφέρεται σε μια απόλυτη κατάσταση, αλλά σε μια γενικά επιλύσιμη κατάσταση με έναν ή περισσότερους παρεμβατικούς τρόπους.
Όσον αφορά την υπογονιμότητα, διακρίνεται σε:
• πρωτοπαθή, στην οποία το ζευγάρι δεν κατάφερε ποτέ να συλλάβει
• δευτεροπαθή, στην οποία υπάρχει αδυναμία σύλληψης ενός παιδιού μετά από προηγούμενη εγκυμοσύνη
• ιδιοπαθή ή ανεξήγητη, όπου δεν είναι δυνατόν να εντοπιστεί μια οργανική παθολογική αιτία υπεύθυνη για αυτή την κατάσταση μετά από ολοκληρωμένο έλεγχο των συζύγων